ΜΟΝΗ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
ΣΤΕΜΝΙΤΣΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
22 ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του 2002
Απόσπασμα από το βιβλίο μου που αναφέρεται στην Μονή Προδρόμου:
......... Η “Μονή Προδρόμου” είναι ένα από τα σπουδαιότερα Μοναστήρια της Ελλάδος, παρόλο που δεν είναι μεγάλο. Είναι μοναστήρι ανδρών και συνολικά έχει ….. μοναχούς μαζί με τον Ηγούμενο. Ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα και είναι ένα από τα πιο όμορφα μοναστήρια της Πελοποννήσου.
Η “Μονή του Προδρόμου” είναι κτισμένη στη ρίζα ενός απότομου βράχου στην αριστερή πλευρά της χαράδρας του Λούσιου, κοντά στα πανέμορφο χωριό Ζάτουνα και την Δημητσάνα (κωμόπολη). Η Μονή αυτή, έγινε κοινόβιο μοναστήρι στα μέσα του 16ου αιώνα, αλλά από το 12ο αιώνα άκμαζαν στην περιοχή πολλά ασκητήρια με σπουδαιότερο αυτό του “Τιμίου Προδρόμου”. Επί τουρκοκρατίας (16ος αιώνας), τα ασκητήρια αυτά ενώθηκαν αποτελώντας τo Μοναστήρι. Από την αρχή της ίδρυσης έγινε Σταυροπηγιακή.
Από το μπαλκόνι της Μονής, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν την μαγευτική θέα στην άγρια, καταπράσινη ομορφιά του φαραγγιού. Η Μονή διαθέτει υπέροχες αγιογραφίες, ξυλόγλυπτο τέμπλο και αξιόλογα θρησκευτικά κειμήλια, ενώ στεγάζει και αξιόλογο εργαστήρι Αγιογραφίας.
Διαθέτει παμπάλαια Βιβλιοθήκη με σημαντικά θεολογικά και φιλοσοφικά βιβλία. Στην κατοχή της υπάρχουν παλαιά έγγραφα, σιγίλια Πατριαρχών, ομόλογα αγορών και δωρεών, ενώ ο κώδικας της Μονής βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη της Δημητσάνας. Υπάρχουν και 87 ομόλογα που χρονολογούνται από το 1616 έως το 1831. Μέσα στο κλειστό και σκεπασμένο από τη Μονή χώρο, μέσα στο κούφωμα του βράχου, βρίσκεται ο ναός του Αγ. Ιωάννου του Προδρόμου που είναι μονόκλιτος θολωτός βασιλικός και κοσμείται με αξιόλογες αγιογραφίες. Τοιχογραφίες υπάρχουν και εκτός του ναού, μαγνητίζοντας το βλέμμα κάθε επισκέπτη.
Λίγο πιο έξω από το Μοναστήρι, σε ένα μικρό ύψωμα είναι κτισμένο το εκκλησάκι του θαυματουργού “Αγίου Αθανάσιου του Nέου”, Επισκόπου Χριστιανουπόλεως, προστάτη της Μονής, με μέρος των λειψάνων του. Επίσης στην περιοχή του Μοναστηριού υπάρχει η μονόκλιτη βασιλική του Αγίου Ανδρέου και τα ασκητήρια του Ταξίαρχου Μιχαήλ, του Αγίου Γεωργίου, της Μεταμορφώσεως και του Αγίου Ελευθερίου. Υπάρχει και το κρανιοφυλάκιο όπου φυλάσσονται τα κρανία εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στον Θεό……..
…….. Έφτασε στην αίθουσα φιλοξενίας και τότε είδε εκεί όλους τους επισκέπτες να παίρνουν ήσυχοι και αμίλητοι το πρωινό τους, που περιελάμβανε, μαύρο μοναστηριακό ψωμί, δύο πήλινες κανάτες (μία με τσάι του βουνού και μία με καφέ), ελιές, κίτρινο τυρί, δύο βάζα με σπιτική μαρμελάδα και ένα βαθύ πιάτο με ρέγγες. Για γλυκό υπήρχαν ξερά σύκα και μικρά, τυλιχτά σε χαρτί, γλυκά “Λούσιου”. Για ένα δευτερόλεπτο του ήρθε στο μυαλό να κάτσει κι εκείνος στο τραπέζι. Πόσο του είχε λείψει η μαρμελάδα που έφτιαχνε ο μάγειρας της Μονής, μαρμελάδα φτιαγμένη από γλυκό του κουταλιού καρυδάκι, μιας και οι υπεραιωνόβιες καρυδιές ήταν τα μόνα σχεδόν δέντρα που παρήγαγαν φαγώσιμους καρπούς εκεί στην τόσο άγονη, αλλά μοναδικά άγρια και πανέμορφη ορεινή Γορτυνία. Εκτός από το ελάτινο άσπρο αρωματικό μέλι και τα καρύδια δεν έβγαζε τίποτε άλλο η γης εκεί ψηλά (υψόμετρο χίλια εκατό μέτρα). Παρακάτω, κοντά στη Τρίπολη, (πρωτεύουσα του Νομού Αρκαδίας), έβγαιναν τα περίφημα μήλα Τριπόλεως, κυδώνια, ρόδα και υπέροχα σταφύλια από όπου έβγαινε το κόκκινο “Αει-Γιωργήτικο” κρασί της Μαντινείας, πλούσιο σε άρωμα και γεύση.
Αφού απομάκρυνε την σκέψη του πρωινού από το μυαλό του, πλησίασε τους ξένους τους χαμογέλασε και προσπερνώντας τους βγήκε από την μπαλκονόπορτα, στη μεγάλη στενόμακρη βεράντα της Μονής, πάνω από το χάος των βράχων. Περνώντας από το τραπέζι, πήρε στη τύχη ένα από τα μικρά τυλιγμένα σε χαρτί γλυκά και άρχισε να το ξετυλίγει. Αν ήταν τυχερός θα ήταν μπακλαβάς. Από μικρός όταν ερχόταν κάθε “ΑειΓιαννιού” με τους γονείς του εκδρομή στο Μοναστήρι, πάντα τσακώνονταν με την αδερφή του τη Μυρτώ, για το ποιος θα φάει τα περισσότερα γλυκά “Λούσιος”, μοναδικά σε φρεσκάδα και ποιότητα. Αυτό το μικρό τοπικό εργοστάσιο ακόμα παράγει χειροποίητα γλυκά: Μπακλαβάς, Κοπεγχάγη, Τρίγωνο, Κανταΐφι, Γιαννιώτικο, Φλογέρα, Σάμαλι, Κουραμπιέδες, Μελομακάρονα και γλυκά του κουταλιού. Δεν έφευγαν ποτέ από τη Δημητσάνα χωρίς ένα η δύο βάζα με μαύρο τρυφερό καρυδάκι γλυκό του κουταλιού……….
…….. Ο Ξενίδης σκέφτηκε ότι πάντα του άρεσε να τρώει στη Μονή μαζί με τους μοναχούς. Τον κατέκλυζε μια περίεργη ψυχική ευφορία, ίσως γιατί έβλεπε, ότι πράγματι μπορεί να ζήσει κανείς με πολύ λίγα υλικά αγαθά και με απλό και απέριττο φαγητό. Η ησυχία και η μοναδικότητα της στιγμής ήταν κάτι που χτύπαγε κατευθείαν στην ψυχή του. Ένοιωθε μια “θεϊκή ιεροσύνη” να πλημμυρίζει τον εσωτερικό του κόσμο.
Η μακρόστενη αίθουσα ήταν σκοτεινή, χωρίς παράθυρα, ο όποιος φωτισμός υπήρχε, ήταν από έξι μεγάλα μανουάλια που ήταν διασκορπισμένα συμμετρικά στην αίθουσα. Το φως των κεριών τρεμόπαιζε και διάφορες αινιγματικές εικόνες πλανιόντουσαν γύρω-γύρω, στους γυμνούς τοίχους. Δεξιά από τον Ηγούμενο, ο Μοναχός Παύλος διάβαζε αποσπάσματα από την Καινή διαθήκη, χρησιμοποιώντας το λιγοστό φως από ένα χοντρό και ψηλό κερί βάπτισης.
Ο Άγιος Ηγούμενος μόλις τους είδε, σήκωσε δύο μοναχούς από δεξιά του και έναν από αριστερά του και τους παρακάλεσε να κάτσουν δίπλα του. Όταν όλοι κάθισαν, χτύπησε με το μαχαίρι το ποτήρι του και όλοι οι παριστάμενοι άρχισαν να τρώνε. Το φαγητό ήταν λιτό και απέριττο. Ελιές, ρέγγες, φρέσκα κρεμμύδια και ντομάτες, ήταν διασκορπισμένα στο κέντρο του τραπεζιού ανά δύο μοναχούς, ενώ στα πιάτα τους υπήρχε το ελληνικό πατροπαράδοτο φαγητό, η φασολάδα. Χωριάτικο ζυμωτό μαύρο ψωμί και κανάτες με κόκκινο κρασί υπήρχαν επίσης στο κέντρο του τραπεζιού.
Τριάντα άτομα έτρωγαν, και δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο η χαμηλή φωνή του μοναχού που διάβαζε.
Ο Ξενίδης ενώ έτρωγε κοίταζε προσεκτικά γύρω του τους μοναχούς. Οι δύο Γέροντες, με τα σκαμμένα πρόσωπα τους, έτρωγαν πολύ πιο αργά από τους νεότερους μοναχούς. Ήταν δύσκολο να τους παρατηρήσει καλά, γιατί ο φωτισμός ήταν ελάχιστος και ήταν όλοι σκυμμένοι πάνω από τα πιάτα τους. Μόλις τελείωσαν με τη φασολάδα πήραν και έφαγαν από μια μεγάλη πιατέλα, μήλα και πορτοκάλια.
Σε λίγο ο Ηγούμενος αφού κοίταξε γύρω του αν έχουν τελειώσει όλοι, χτύπησε με το μαχαίρι του το ποτήρι και το βραδινό γεύμα της Μονής τελείωσε.
Σηκώθηκαν όλοι και άρχισαν να βγαίνουν σιωπηλοί από την τραπεζαρία……..
…….. Ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε από την Μονή, και πήρε το μονοπάτι για την Εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Νεκρική ησυχία επικρατούσε έξω από τη Μοναστήρι. Μόνο τα νερά του Λούσιου ακουγόντουσαν στο βάθος του φαραγγιού, και οι κραυγές από τα γεράκια και τους αητούς που είχαν ήδη αρχίσει να πετούν ψηλά στον ουρανό, με το πρώτο φως της αυγής. Τα φύλλα των δέντρων έσταζαν νερό, από την υγρασία και την πρωινή πάχνη. Σταμάτησε λίγο ο Αρχιεπίσκοπος για να αφουγκραστεί όλους αυτούς τους θορύβους, και προσπάθησε να ξεχωρίσει το κράξιμο των βατράχων και το τιτίβισμα των μικρότερων πουλιών, των αηδονιών, του γκιώνη, και της κουκουβάγιας. Μοναδικό μέρος για να μονάσει κανείς, σκέφτηκε. Τυχερός ο Θεόφιλος να είναι επικεφαλής σε αυτό το Μοναστήρι.
Ξαναξεκίνησε το δρόμο του, έκανε τον σταυρό του, και έκανε τον γύρο της μικρής Εκκλησίας, για να δει τον Μοναστηριακό τάφο που φιλοξενεί τον εκάστοτε θανόντα Ηγούμενο. Βρήκε τον τάφο περιποιημένο, φρεσκοπλυμένο, με το καντήλι αναμμένο και φρέσκα λουλούδια στο βάζο του.
Προχώρησε προς την είσοδο του μικρού σπιτιού που χρησιμοποιείται για τη σχολή της Αγιογραφίας. Είναι ένα μικρό κτίριο με τρία δωμάτια. Το μεγάλο χρησιμοποιείται σαν εργαστήριο, και τα άλλα δύο είναι τα κελιά του Αγιογράφου και των δύο μοναχών βοηθών του.
Άνοιξε την πόρτα και βρήκε το Γέροντα Ευτύχιο να κάθεται μπροστά σε ένα τρίποδο ζωγραφικής και να καθαρίζει με διάφορα σύνεργα μία εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε τον Χριστό. Δεξιά και αριστερά του υπήρχαν διάφορα τρίποδα με εκκλησιαστικές εικόνες. Άλλες ήταν τελειωμένες και άλλες μισό-αρχινισμένες. Διάφορα κουτάκια με χρώματα, πινέλα, ταμπλό και προσχέδια ήτανε ριγμένα δεξιά και αριστερά. Ο Γέροντας μόλις τον είδε σηκώθηκε αμέσως, του φίλησε το χέρι, και του είπε: «Σεβασμιότατε Αρχιεπίσκοπε πότε ήρθατε; δεν με ενημέρωσε κανείς για την άφιξη σας. Μεγάλη μου τιμή και χαρά να σας έχω κοντά μου»………
………«Το μέρος αυτό της Μονής που θα δείτε τώρα, είναι το μέρος που δεν επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό, παρά μόνο αν έχουν ειδική άδεια από τον Άγιο Ηγούμενο. Είναι ολόκληρο χωμένο μέσα στους βράχους και χρησιμοποιεί δύο μεγάλους χώρους από ένα σπήλαιο με σταλαγμίτες και σταλακτίτες που είχε βρεθεί πριν το χίλια τετρακόσια μετά Χριστό. Στην αρχή είχε μείνει αχρησιμοποίητο αλλά όταν σταμάτησε να πέφτει νερό μεταξύ σταλαγμιτών και σταλακτιτών θεωρήθηκε από τους τότε μοναχούς χρήσιμο να δημιουργηθεί εδώ κάποιος μυστικός χώρος, γιατί φοβόντουσαν τις επιθέσεις των διαφόρων Αλβανών, Τούρκων, Ενετών, Φράγκων και Ελλήνων που καθημερινά πολεμούσαν για να κατακτήσουν τα μέρη της Πελοποννήσου, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Έτσι γύρω στα χίλια πεντακόσια μετά Χριστό, αποφάσισαν και μετέτρεψαν τα δύο πρώτα μεγάλα κομμάτια του σπηλαίου, σε δύο μεγάλα δωμάτια. Η είσοδος όμως για το σπήλαιο, και προφανώς για τα δύο μεγάλα αυτά δωμάτια, ήταν πολύ μικρή και μόνο κάποιος, που ήταν γονατιστός, μπορούσε να περάσει από αυτόν του διάδρομο. Έσκαψαν λοιπόν τον διάδρομο που βρισκόμαστε τώρα, και μεγάλωσαν αρκετά τις διαστάσεις του, ώστε να μπορεί άνετα να περάσει ένας όρθιος άνθρωπος. Είναι κυριολεκτικά σκαμμένος μέσα στο βράχο. Ο βράχος είναι ένα είδος γρανίτη, σαν το μάρμαρο της Βυτίνας, που έχει μέσα του εκατομμύρια μικρά μεταλλικά κομματάκια. Άλλα μεταλλάκια είναι ευθύγραμμα και άλλα είναι ελαφρώς κυρτά, όλα όμως έχουν μήκος περίπου πέντε χιλιοστών. Έχουν χρώμα χρυσαφί, και επειδή είναι μέταλλα, αντανακλούν οποιοδήποτε φως πέφτει απάνω τους, δίνοντας μας την αίσθηση που θα έχετε τώρα. Νομίζει κανείς ότι βρίσκεται σε μια σήραγγα που οδηγεί σε κάποιον άλλο κόσμο. Σβήστε το φως και θα δείτε».
Πράγματι μόλις έσβησαν το φως του διαδρόμου, και παρέμειναν με το φως των λιγοστών κεριών, αντίκρισαν ένα μοναδικό θέαμα. Εκατομμύρια μικρά αστεράκια γύρω-γύρω στο βράχινο τοίχο του διαδρόμου, σε έκαναν να νομίζεις ότι βρισκόσουν στο διάστημα και πέταγες ανάμεσα στα αστέρια. Οι τρείς Αστυνομικοί έμειναν έκθαμβοι και κραυγές ενθουσιασμού βγήκαν από το στόμα τους.
«Σίγουρα, τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου», είπε ο Ξενίδης, «νομίζω ότι πετάω στο διάστημα και κολυμπάω ανάμεσα στα αστέρια».
«Εμένα μου θυμίζουν τις χιλιάδες πεταλούδες της Ρόδου», συμπλήρωσε ο Νάσος. «Πράγματι, και εγώ πρώτη φορά βλέπω κάτι τέτοιο στη ζωή μου».
«Ο διάδρομος αυτός χωρίζεται σε τρείς ισομεγέθεις περίπου διαδρόμους», συνέχισε ο Αρχιεπίσκοπος. «Ο αριστερός διάδρομος έχει μία πόρτα ασφαλείας στην αρχή του, και μετά υπάρχει ένα κρυφό πέρασμα σκαλισμένο μέσα στο βράχο, που με δεκάδες σκαλοπάτια κατεβαίνει αρκετά χαμηλά, στο φαράγγι του Λούσιου ποταμού. Αυτό το μονοπάτι το είχαν φτιάξει οι μοναχοί, για να μπορούν να δραπετεύουν από τη Μονή σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Από αυτό το μονοπάτι ετροφοδοτείτο το Μοναστήρι, όταν πολιορκήθηκε για αρκετούς μήνες, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, από ομάδες Αλβανών και Τούρκων πολεμιστών. Ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν οι πολιορκούντες, πως και από που ετροφοδοτούντο οι μοναχοί. Έτσι κάποια στιγμή βαρέθηκαν και σηκώθηκαν και έφυγαν.
Ο μεσαίος διάδρομος οδηγεί στην αριστερή αίθουσα του μπροστινού μέρους του σπηλαίου. Αφού έχτισαν έναν τοίχο και το απομόνωσαν από το υπόλοιπο σπήλαιο, δημιούργησαν ένα μεγάλο μακρόστενο δωμάτιο, με εφτά μικρότερα δωμάτια στο εσωτερικό του, τα έξη των οποίων χρησιμοποιούνται για κελιά των μοναχών, και το έβδομο, το μεγαλύτερο, αποτελεί το Θησαυροφυλάκιο του Μοναστηριού…….
……… και ένας-ένας μπήκαν στο Θησαυροφυλάκιο. Ο Αρχιεπίσκοπος πίεσε τον διακόπτη και ένα λιγοστό φως γέμισε το δωμάτιο από τη μοναδική λάμπα που υπήρχε στο ταβάνι. Οι τέσσερις τοίχοι ήταν γεμάτοι από ράφια, γύρω-γύρω στο δωμάτιο. Οι τρείς Αστυνομικοί έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Και τι δεν υπήρχε πάνω στα ράφια! Παμπάλαιες χριστιανικές εικόνες, άλλες χρυσές και άλλες ξύλινες, που το λιγοστό φως φώτιζε περίεργα τα εξιλεωμένα ασκητικά πρόσωπα που ήταν ζωγραφισμένα πάνω τους, σταυροί διαφόρων μεγεθών με πολύτιμες και με ημιπολύτιμες χρωματιστές πέτρες, καθώς επίσης και διάφορα βιβλία, προφανώς Ευαγγελία, μεγάλου μεγέθους και χοντρού πάχους, σκεπασμένα με χρυσά και ασημένια εξώφυλλα, με διάφορες πολύτιμες πέτρες στερεωμένες πάνω τους. Τριπλά και πενταπλά χρυσά κηροπήγια τους θάμπωναν, από το φως που αντανακλούσε πάνω τους. Διάφορα αναθήματα, όπως χρυσά καραβάκια, αγαλματάκια, βαζάκια, ποτήρια, πένες και άλλα, έκαναν τα ράφια να βουλιάζουν από το βάρος τους. Τέλος, στη μέση του δωματίου υπήρχαν τρία τσουβάλια ξέχειλα από χρυσά και ασημένια ομοιώματα, εικόνες και αναθήματα από τα διάφορα τάματα που είχαν κάνει στο Μοναστήρι, οι εκάστοτε πάσχοντες χριστιανοί.
«Είναι πραγματικό θησαυροφυλάκιο», είπε η Ρεβέκκα, «ποτέ δε φανταζόμουν τόσο πλούτο μαζωμένο, σε αυτό το τόσο φτωχικό και μοναχικό μέρος. Δικαιολογημένα ο Ηγούμενος παίρνει όλες αυτές τις προφυλάξεις, για τα παμπάλαια αυτά αντικείμενα».
«Μην ξεχνάτε», συμπλήρωσε ο Αρχιεπίσκοπος, «ότι οι πιστοί μοναχοί τα μαζεύουν από το χίλια τριακόσια μετά Χριστό, από διάφορες προσφορές και δωρεές προς τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να βάλει χέρι σ’ αυτό το θησαυρό. Μόνον η “Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία” τον γνωρίζει, και το Πατριαρχείο. Το χίλια οκτακόσια εικοσιένα ένα, μικρό τμήμα από το περιεχόμενο του Θησαυροφυλακίου, και κυρίως χρυσά και ασημένια αναθήματα δόθηκαν στον ίδιο το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον αρχηγό της Ελληνικής Επανάστασης κατά των Τούρκων, ο οποίος πολλές φορές χρησιμοποίησε το Μοναστήρι για ορμητήριο του. Η Μονή λειτούργησε κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και σαν κρυφό σχολειό των Ελληνόπουλων. Όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί, ελάχιστα από τα κρυφά σχολειά που αναφέρονται, ήταν “πραγματικά” κρυφά σχολειά. Τρία ή τέσσερα σε όλη την Ελλάδα. Ένα από αυτά τα βεβαιωμένα κρυφά σχολειά, ήταν και “η Μονή Προδρόμου”. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης η Μονή φιλοξένησε, έκρυψε και προστάτευσε πολλούς καταδιωγμένους από τους Τούρκους, Έλληνες. Ο ιστορικός Φωτάκος αναφέρει στο βιβλίο του για τη βοήθεια που πήρε ο Κολοκοτρώνης από το Μοναστήρι, και πόσο πολύ τον βοήθησε στην αγορά όπλων και πυρομαχικών. Ο Μεγάλος Στρατηλάτης, ποτέ δεν ξέχασε την υποχρέωση του προς τη Μονή, και την επισκέφτηκε πολλές φορές όταν είχε πια εδραιωθεί η Επανάσταση.
Αυτή είναι η ιστορία του Θησαυροφυλακίου του Μοναστηριού. Πάμε τώρα να δείτε και το χώρο της Βιβλιοθήκης»………..
…….. Ο Αρχιεπίσκοπος γύρισε προς τους τρείς επισκέπτες και τους βρήκε και τους τρείς να στέκονται αμίλητοι και ακίνητοι στην άκρη της αίθουσας έκθαμβοι από το θέαμα που αντίκριζαν.
«Είναι σαν να βρίσκομαι στο Πλανητάριο», είπε η Ρεβέκκα. «Τι είναι αυτά τα χιλιάδες φώτα στο ταβάνι; Πράσινα, κόκκινα κίτρινα, μπλε και χρυσαφί φωτάκια αναβοσβήνουν συνεχώς στην οροφή του δωματίου, κατά εκατοντάδες χιλιάδες, σαν να είναι φώτα από ένα τεράστιο χριστουγεννιάτικο δέντρο».
«Γιατί γίνεται αυτό;», ψέλλισε ο Νάσος. «Κάπως έτσι φαντάζομαι την άλλη ζωή που θα πάω. Νομίζεις ότι χιλιάδες ψυχές, σε χαιρετούν από μακριά και σε προσκαλούν κοντά τους. Έχετε δίκιο Αρχιεπίσκοπε, δε νομίζω ότι υπάρχει πουθενά στον κόσμο τέτοιο μέρος σαν και αυτό. Εξηγήστε μας όμως, πως γίνεται αυτός ο φωτισμός;».
«Είναι απλό», τους αποκρίθηκε ο Γρηγόριος. «Ολόκληρη η οροφή του μεγάλου αυτού χώρου είναι γεμάτη από σταλακτίτες οι οποίοι έχουν παύσει πλέον να στάζουν νερό στους σταλαγμίτες. Δεν παύουν όμως να έχουν ακόμα κολλημένα απάνω τους, ποσότητες ανθρακικού ασβεστίου, που δημιουργείται όταν σταγόνες νερού με δισανθρακικό ασβέστιο φτάσουν στην οροφή του σπηλαίου. Από τα διάφορα διαλυμένα οξείδια, που περιέχονται μέσα στο νερό, δημιουργούν τα διάφορα χρώματα στους σταλακτίτες και στους σταλαγμίτες. Παραδείγματος χάριν, τα οξείδια του σιδήρου δίνουν κόκκινους χρωματισμούς, ενώ τα οξείδια του μαγγανίου δίνουν κιτρινοκαφέ χρωματισμούς. Όταν λοιπόν το λιγοστό φως από τα κεριά πέφτει πάνω τους, οι επιφάνειες των σταλακτιτών αντανακλούν πρισματικά το φως, σαν εκατομμύρια μικρά διαμάντια. Μόνο με το φως των κεριών μπορείτε να δείτε αυτές τις λάμψεις και τους χρωματισμούς. Η απειροελάχιστη μετακίνηση της φλόγας των κεριών, δημιουργεί και το αναβόσβημα αυτών των εικόνων αντανάκλασης των σταλακτιτών. Έτσι νομίζει κανείς ότι ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν, είτε ο ίδιος, είτε ή ψυχή του. Χαίρομαι που σας άρεσε αυτό το θέαμα. Σας διαβεβαιώνω ότι πουθενά στον κόσμο δεν το έχω δει, και χάρηκα που με φώναξε ο Ηγούμενος να έρθω στη Μονή του, γιατί ήθελα πάλι να το ξαναδώ. Όπου και αν βρίσκομαι δεν φεύγει ποτέ από την καρδιά μου η εικόνα και η αίσθηση που υπάρχει σε αυτό το δωμάτιο………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου